Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τον βλέπω σαν τον

  • 1 χάρος

    ο смерть;

    § παλεύω με το χάρο — быть при последнем издыхании, быть в агонии;

    τον πήρε ο χάρος — он умер;

    όποιον πάρει ο χάρος ( — убивать) без разбора;

    τον βλέπω σαν τον χάρο — я его ненавижу;

    τον ξέχασε ο χάροςпро него и смерть забыла (о старом человеке);

    κόσμε ψεύτη, χάρο κλέφτη — погов, жизнь — плутовка, смерть — воровка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χάρος

  • 2 κουνούπι

    το комар; москит;

    § γίνομαι κουνούπι — досаждать, становиться надоедливым, назойливым;

    τον βλέπω σαν κουνούπιне считаться (с кем-л.), не обращать внимания на кого-л.

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κουνούπι

  • 3 ίδιος

    α, ο [ία, ον]
    1) собственный, свой; εκ της ιδίας μου περιουσίας на собственные средства; εξ ιδίων μου за свой счёт; βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια видеть своими собственными глазами, видеть самому; εξ ιδίων κρίνω τα αλλότρια судить о других по себе; μεταβαίνω (или επιστρέφω, επανέρχομαι, επανακάμπτω) εις τα ίδια возвращаться домой, восвояси; 2) свой, личный, особый, характерный;

    ίδιος τρόπος — а) своя характерная манера (делать что-л.); — б) особый способ;

    ιδία είσοδος особый, отдельный вход;
    (δεν) είναι ιδιον κάποιου (не)свойственно, (не) подобает кому-л.; не является характерной особенностью; 3) похожий, вылитый; одинаковый;

    είναι ίδιος με τον πατέρα του — он весь в отца, он вылитый отец;

    ίδιος στο χρώμα — одинакового цвета;

    4) (с артиклем) тот же самый, точно такой же, одинаковый;
    όλο το ίδιο, όλο τα ίδια или τα ίδια και τα ίδια одно и то же; τα ίδια или τό ίδιο то же (самое); κοπανάω όλο τα ίδια заладить одно и то же; λέγω τα ίδια και τα ίδια твердить одно и то же; σε όλους φέρνεται το ίδιο он поступает одинаково со всеми; τό ιδιο κάνει всё равно; είναι το ιδιο σαν... это всё равно, что...; είναι το ίδιο это одно и то же; τό ίδιο μού κάνει мне всё равно; προϊόντα της ιδιας προέλευσης продукция того же происхождения; της ίδιας ηλικίας одного возраста; έχουν το ίδιο μπόϊ (ανάστημα) они одного роста; κατά τον ίδιο τρόπο равным образом; με τον ίδιον τρόπο одинаковым способом; στον ίδιο βαθμό в одинаковой мере; 5) (с артиклем) сам, лично;

    θα έλθω ο ίδιος — я приду сам;

    η ίδια η κατάσταση επιβάλλει сама обстановка заставляет;
    § ιδίαις χερσίν собственноручно; κατ' ιδίαν а) отдельно; б) наедине; τα ίδια Παντελάκη μου, τα ϊδια Παντελή μου или τα ίδια της συχωρεμένης погов, опять одно и то же

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ίδιος

  • 4 μπροστά

    1) см. μπρος;
    2) сначала, предварительно;

    τό κρέας θα το τσιγαρίσεις μπροστά και μετά ρίχνεις νερό — сначала обжарь мясо, а затем добавь воду;

    § τον βάζω μπροστά — обругать, пристыдить кого-л.;

    σαν να τον βλέπω μπροστά μου — он как живой перед моими глазами

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μπροστά

  • 5 καί

    (κ;
    κι') σύνδ. 1) и, да; также, тоже;

    εγώ καί συ — я и ты;

    δυό καί δυό κάνουν τέσσερα — два и два четыре;

    καλό κι' αυτό и это хорошо;
    θα πάω κι' εγώ στο θέατρο я тоже пойду в театр; 2) а; εγώ κλαίω, και συ γελάς я плачу, а ты смеёшься; καί συ, Πέτρο; а ты, Пётр?; θα πάω κι' εγώ στο μουσείο, και δεν πας; я тоже пойду в музей, а почему бы тебе не пойти?; 3) даже; τρέμω και να το συλλογιστώ мне страшно даже об этом подумать; αυτό το ξέρει και ένα μικρό παιδί это знает даже малый ребёнок; 4) как; δεν είμαι σαν και σένα я не такой как ты; 5) что; θαρρείς και λέω ψέματα; думаешь, что я вру?; βλέπω κ' έχεις κέφι я вижу, что ты в хорошем настроении; 6) потому что; μην επιμένεις και δεν έχεις δίκιο не спорь, (потому что) ты не прав; 7) или; καί να θέλεις και να μη θέλεις, θα γίνει хочешь ты или не хочешь, но это случится; 8) когда, как, как только; δεν είχα καλά-καλά ξεκινήσει κ' έπιασε η μπόρα не успел я уйти, как начался дождь; 9): τον βρήκα κι' έτρωγε я его застал за обедом; πηγαίνω και σε καταγγέλλω я ведь могу на тебя и пожаловаться;

    § 6*ν καί ( — или καί πού) — хотя;

    καί λοιπόν; — и что же дальше?;

    καί οι δυό — оба;

    κι' έτσι итак;
    όλα κι' όλα довольно!, хватит!; ένας κ' ένας один к одному;

    καί.... ακόμη — или ακόμη καί — даже;

    καί έπειτα; — ну и что же?;

    καί μάλιστα — или καί... μάλιστα — и даже;

    καί όμως — всё-таки, тем не менее, однако;

    όμως καί — но и, но если даже;

    καί πού είσαι ακόμη! — это ещё не всё;

    καί ως τόσο — однако, тем не менее, всё-таки;

    ως καί — даже;

    αλλά καί — или μα καί — но и;

    μιά καί — поскольку, раз, так как;

    καί μιά καί δυό — сразу же, немедленно;

    όποιος (δσος, б, τι κ.λ.π.) κι' άν (καί να) кто (сколько, что) бы ни...;

    καί άν ( — или κι' άν, καί νά) — если (бы);

    κι' αν... κι' άν ( — или καί να... και να) — или... или;

    καί άς или κι' άς хотя, пусть (даже)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καί

См. также в других словарях:

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • χάρος — Μεγάλη ύφαλος στο βόρειο Αιγαίο, 10 μίλια από τις ακτές της Λήμνου. Είναι πολύ επικίνδυνη για τα πλοία γιατί σε πολλά σημεία το νερό φτάνει μόλις τις τρεις οργυιές. * * * ο, Ν 1. ο θάνατος και, ιδίως, η προσωποποίηση τού θανάτου, ο χάροντας («για …   Dictionary of Greek

  • κουνούπι — Κοινή ονομασία δίπτερων εντόμων της οικογένειας culicidae, της υπόταξης των νηματοκέρων. Τα κ. έχουν λεπτό σώμα, που ανάλογα με το είδος μπορεί να ποικίλλει σε μήκος από 3 έως 15 χιλιοστά, και το οποίο φέρει μακριά πόδια. Το μικρό κεφάλι τους… …   Dictionary of Greek

  • κικυμώττω — (Α) (κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) δεν βλέπω καλά, έχω μειωμένη όραση, βλέπω σαν την κουκουβάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ. τού κικυμίς ή κίκνμος «κουκουβάγια» + επίθημα ώττω, χαρακτηριστικό ρημάτων που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. αμβλυ ώττω, τυφλ… …   Dictionary of Greek

  • Χάρος — Χάρος, ο και Χάροντας, ο 1. προσωποποίηση του θανάτου: Χάρο δε φοβάται. 2. φρ., «Τον πήρε ο Χάρος», πέθανε. 3. φρ., «Τον βλέπω σαν το Χάρο μου», τον μισώ, όπως μισώ και το Χάρο μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»